Translation meaning & definition of the word "exchanger" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "εξερευνητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exchanger
[Ανταλλάσσων]/ɪksʧenʤər/
noun
1. One whose business is to exchange the money of one country for that of another country
- synonym:
- exchanger ,
- money changer
1. Εκείνος του οποίου η επιχείρηση είναι να ανταλλάξει τα χρήματα μιας χώρας με αυτά μιας άλλης χώρας
- συνώνυμο:
- εναλλάκτης ,
- αλλαγή χρημάτων