Translation meaning & definition of the word "excessive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπερβολική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Excessive
[Υπερβολικός]/ɪksɛsɪv/
adjective
1. Beyond normal limits
- "Excessive charges"
- "A book of inordinate length"
- "His dress stops just short of undue elegance"
- "Unreasonable demands"
- synonym:
- excessive ,
- inordinate ,
- undue ,
- unreasonable
1. Πέρα από τα κανονικά όρια
- "Υπερβολικές χρεώσεις"
- "Ένα βιβλίο υπερβολικού μήκους"
- "Το φόρεμά του σταματάει λίγο λιγότερο από την αδικαιολόγητη κομψότητα"
- "Αδικαιολόγητες απαιτήσεις"
- συνώνυμο:
- υπερβολικός ,
- απρόσβλητοσ ,
- αδικαιολόγητοσ ,
- παράλογοσ
2. Unrestrained, especially with regard to feelings
- "Extravagant praise"
- "Exuberant compliments"
- "Overweening ambition"
- "Overweening greed"
- synonym:
- excessive ,
- extravagant ,
- exuberant ,
- overweening
2. Ανεξέλεγκτη, ειδικά όσον αφορά τα συναισθήματα
- "Εξαιρετικός έπαινος"
- "Εξαιρετικά συγχαρητήρια"
- "Ανάμεσα στη φιλοδοξία"
- "Εναρμονισμένη απληστία"
- συνώνυμο:
- υπερβολικός ,
- υπερβολικό ,
- πληθωρικό ,
- υπερανάμειξη