Translation meaning & definition of the word "excerpt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόσπασμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Excerpt
[Απόσπασμα]/ɛksərpt/
noun
1. A passage selected from a larger work
- "He presented excerpts from william james' philosophical writings"
- synonym:
- excerpt ,
- excerption ,
- extract ,
- selection
1. Ένα απόσπασμα που επιλέγεται από μια μεγαλύτερη εργασία
- "Παρουσίασε αποσπάσματα από τα φιλοσοφικά γραπτά του ουίλιαμ τζέιμς"
- συνώνυμο:
- απόσπασμα ,
- απόσπαση ,
- εκχύλισμα ,
- επιλογή
verb
1. Take out of a literary work in order to cite or copy
- synonym:
- excerpt ,
- extract ,
- take out
1. Βγάλτε από ένα λογοτεχνικό έργο για να αναφέρετε ή να αντιγράψετε
- συνώνυμο:
- απόσπασμα ,
- εκχύλισμα ,
- βγάζω έξω