Translation meaning & definition of the word "exceptional" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαιρετική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exceptional
[Εξαιρετικός]/ɪksɛpʃənəl/
adjective
1. Far beyond what is usual in magnitude or degree
- "A night of exceeding darkness"
- "An exceptional memory"
- "Olympian efforts to save the city from bankruptcy"
- "The young mozart's prodigious talents"
- synonym:
- exceeding ,
- exceptional ,
- olympian ,
- prodigious ,
- surpassing
1. Πολύ πέρα από αυτό που είναι συνηθισμένο σε μέγεθος ή βαθμό
- "Μια νύχτα που υπερβαίνει το σκοτάδι"
- "Μια εξαιρετική μνήμη"
- "Ολυμπιακές προσπάθειες για να σώσει την πόλη από την πτώχευση"
- "Τα τεράστια ταλέντα του νεαρού μότσαρτ"
- συνώνυμο:
- υπερβολικό ,
- εξαιρετικός ,
- ολυμπιακός ,
- τεράστιος ,
- ξεπερνώντασ
2. Surpassing what is common or usual or expected
- "He paid especial attention to her"
- "Exceptional kindness"
- "A matter of particular and unusual importance"
- "A special occasion"
- "A special reason to confide in her"
- "What's so special about the year 2000?"
- synonym:
- especial(a) ,
- exceptional ,
- particular(a) ,
- special
2. Ξεπερνώντας αυτό που είναι κοινό ή συνηθισμένο ή αναμενόμενο
- "Της έδωσε ιδιαίτερη προσοχή"
- "Εξαιρετική καλοσύνη"
- "Ειδικό και ασυνήθιστο θέμα σημασίας"
- "Μια ειδική περίσταση"
- "Ένας ιδιαίτερος λόγος για να την εμπιστευτείς"
- "Τι είναι τόσο ξεχωριστό για το 2000?"
- συνώνυμο:
- εξειδικ(α) ,
- εξαιρετικός ,
- ειδικό() ,
- ειδικός
3. Deviating widely from a norm of physical or mental ability
- Used especially of children below normal in intelligence
- "Special educational provisions for exceptional children"
- synonym:
- exceptional(a)
3. Αποκλίνουν ευρέως από έναν κανόνα της σωματικής ή πνευματικής ικανότητας
- Χρησιμοποιείται ειδικά για παιδιά κάτω από το φυσιολογικό στη νοημοσύνη
- "Ειδικές εκπαιδευτικές διατάξεις για εξαιρετικά παιδιά"
- συνώνυμο:
- εξαιρετικό(
Examples of using
This is an exceptional case.
Πρόκειται για μια εξαιρετική περίπτωση.