Translation meaning & definition of the word "except" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκτός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Except
[Εκτός από]/ɪksɛpt/
verb
1. Take exception to
- "He demurred at my suggestion to work on saturday"
- synonym:
- demur ,
- except
1. Εξαιρώ
- "Υποτίμησε την πρότασή μου να εργαστεί το σάββατο"
- συνώνυμο:
- ντεμπούρ ,
- εκτός από
2. Prevent from being included or considered or accepted
- "The bad results were excluded from the report"
- "Leave off the top piece"
- synonym:
- exclude ,
- except ,
- leave out ,
- leave off ,
- omit ,
- take out
2. Να αποτραπεί η συμπερίληψη ή η εξέταση ή η αποδοχή
- "Τα κακά αποτελέσματα αποκλείστηκαν από την έκθεση"
- "Αφήστε το πάνω κομμάτι"
- συνώνυμο:
- αποκλείω ,
- εκτός από ,
- αφήνω έξω ,
- αποχωρώ ,
- παραλείπω ,
- βγάζω έξω
Examples of using
Everyone except Tom was wearing a tie.
Όλοι εκτός από τον Τομ φορούσαν γραβάτα.
That doesn't exist except in your imagination.
Αυτό δεν υπάρχει παρά μόνο στη φαντασία σου.
Of course I will go to France sometime, except that I don't know when.
Φυσικά θα πάω στη Γαλλία κάποια στιγμή, εκτός από το ότι δεν ξέρω πότε.