Translation meaning & definition of the word "excellence" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τελειότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Excellence
[Αριστεία]/ɛksələns/
noun
1. The quality of excelling
- Possessing good qualities in high degree
- synonym:
- excellence
1. Η ποιότητα της υπεροχής
- Κατοχή καλών ποιοτήτων σε υψηλό βαθμό
- συνώνυμο:
- αριστεία
2. An outstanding feature
- Something in which something or someone excels
- "A center of manufacturing excellence"
- "The use of herbs is one of the excellencies of french cuisine"
- synonym:
- excellence ,
- excellency
2. Ένα εξαιρετικό χαρακτηριστικό
- Κάτι στο οποίο κάτι ή κάποιος υπερέχει
- "Ένα κέντρο κατασκευαστικής αριστείας"
- "Η χρήση των βοτάνων είναι μια από τις εξαιρετικές ιδιότητες της γαλλικής κουζίνας"
- συνώνυμο:
- αριστεία ,
- εξοχότητα