Translation meaning & definition of the word "exasperating" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξερεύνηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exasperating
[Εξοργίζοντασ]/ɪgzæspəretɪŋ/
adjective
1. Extremely annoying or displeasing
- "His cavelier curtness of manner was exasperating"
- "I've had an exasperating day"
- "Her infuriating indifference"
- "The ceaseless tumult of the jukebox was maddening"
- synonym:
- exasperating ,
- infuriating ,
- maddening ,
- vexing
1. Εξαιρετικά ενοχλητικό ή δυσαρεστημένο
- "Η καλύτερη περιπέτεια του τρόπου ήταν εξοργιστική"
- "Είχα μια εξαιρετική μέρα"
- "Η εξοργιστική αδιαφορία"
- "Η ασταμάτητη ταραχή του περιστρεφόμενου πλαισίου ήταν εξευγενισμένη"
- συνώνυμο:
- εξοργισμένος ,
- εξαγρίωση ,
- εξαπάτηση ,
- παραπονιέμαι
2. Making worse
- synonym:
- aggravating ,
- exacerbating ,
- exasperating
2. Κάνοντασ χειρότερα
- συνώνυμο:
- επιδεινώνει ,
- επιδείνωση ,
- εξοργισμένος