Translation meaning & definition of the word "exasperated" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξερευνημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exasperated
[Εξοργισμένο]/ɪgzæspəretɪd/
adjective
1. Greatly annoyed
- Out of patience
- "Had an exasperated look on his face"
- "Felt exasperated beyond endurance"
- synonym:
- exasperated ,
- cheesed off ,
- browned off
1. Ενοχλημένος πολύ
- Από υπομονή
- "Έχω μια εξοργισμένη ματιά στο πρόσωπό του"
- "Ένιωσα εξοργισμένος πέρα από την αντοχή"
- συνώνυμο:
- εξοργισμένος ,
- τσαλακώνω ,
- αποβάλλω