Translation meaning & definition of the word "exalted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξελιγμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exalted
[Εξυψωμένο]/ɪgzɔltɪd/
adjective
1. Of high moral or intellectual value
- Elevated in nature or style
- "An exalted ideal"
- "Argue in terms of high-flown ideals"- oliver franks
- "A noble and lofty concept"
- "A grand purpose"
- synonym:
- exalted ,
- elevated ,
- sublime ,
- grand ,
- high-flown ,
- high-minded ,
- lofty ,
- rarefied ,
- rarified ,
- idealistic ,
- noble-minded
1. Υψηλής ηθικής ή διανοητικής αξίας
- Αυξημένα στη φύση ή το στυλ
- "Ένα υπερυψωμένο ιδανικό"
- "Αργείο από την άποψη των υψηλών ιδανικών" - όλιβερ φρανκς
- "Μια ευγενής και υψηλή έννοια"
- "Μεγάλος σκοπός"
- συνώνυμο:
- εξύψωση ,
- αυξημένα ,
- υπέρτατοσ ,
- μεγάλος ,
- υψηλή λειτουργία ,
- υψηλόμυαλος ,
- υψηλός ,
- απαρατήρητοσ ,
- αποσαφηνίζεται ,
- ιδεαλιστική ,
- ευγενήσ
Examples of using
The medieval church despised the body and exalted the spirit.
Η μεσαιωνική εκκλησία περιφρονούσε το σώμα και εξύψωνε το πνεύμα.