Translation meaning & definition of the word "exaggerate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπερβολικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Exaggerate
[Υπερβολικό]/ɪgzæʤəret/
verb
1. To enlarge beyond bounds or the truth
- "Tended to romanticize and exaggerate this `gracious old south' imagery"
- synonym:
- overstate ,
- exaggerate ,
- overdraw ,
- hyperbolize ,
- hyperbolise ,
- magnify ,
- amplify
1. Να διευρύνει πέρα από τα όρια ή την αλήθεια
- "Τείνουν να ρομαντικοποιούν και να υπερβάλλουν αυτές τις `ευγενικές εικόνες του παλαιού νότου"
- συνώνυμο:
- υπερβάλλω ,
- υπερβαίνω ,
- υπερβολή ,
- μεγεθύνω ,
- ενισχύω
2. Do something to an excessive degree
- "He overdid it last night when he did 100 pushups"
- synonym:
- overdo ,
- exaggerate
2. Κάντε κάτι σε υπερβολικό βαθμό
- "Το πέρασε χθες το βράδυ όταν έκανε 100 σπρώξεις"
- συνώνυμο:
- παρακάνω ,
- υπερβάλλω
Examples of using
I've told you a million times not to exaggerate.
Σας έχω πει ένα εκατομμύριο φορές να μην υπερβάλλετε.
Tom has a tendency to exaggerate.
Ο Τομ έχει την τάση να υπερβάλλει.
There's no need to exaggerate.
Δεν χρειάζεται να υπερβάλλουμε.