Translation meaning & definition of the word "ewe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "εμείς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ewe
[Εβέ]/ju/
noun
1. A member of a people living in southern benin and togo and southeastern ghana
- synonym:
- Ewe
1. Μέλος ενός λαού που ζει στο νότιο μπενίν και το τόγκο και τη νοτιοανατολική γκάνα
- συνώνυμο:
- Εβέ
2. A kwa language spoken by the ewe in ghana and togo and benin
- synonym:
- Ewe
2. Μια γλώσσα που ομιλείται από το εβέ στη γκάνα, το τόγκο και το μπενίν
- συνώνυμο:
- Εβέ
3. Female sheep
- synonym:
- ewe
3. Θηλυκό πρόβατο
- συνώνυμο:
- εβ