Translation meaning & definition of the word "evolve" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξελίξει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Evolve
[Εξελίσσω]/ɪvɑlv/
verb
1. Work out
- "We have developed a new theory of evolution"
- synonym:
- evolve ,
- germinate ,
- develop
1. Εργάζομαι
- "Αναπτύξαμε μια νέα θεωρία της εξέλιξης"
- συνώνυμο:
- εξελίσσομαι ,
- βλασταίνω ,
- αναπτύσσω
2. Undergo development or evolution
- "Modern man evolved a long time ago"
- synonym:
- evolve
2. Υποβάλλονται σε ανάπτυξη ή εξέλιξη
- "Ο σύγχρονος άνθρωπος εξελίχθηκε πριν από πολύ καιρό"
- συνώνυμο:
- εξελίσσομαι
3. Gain through experience
- "I acquired a strong aversion to television"
- "Children must develop a sense of right and wrong"
- "Dave developed leadership qualities in his new position"
- "Develop a passion for painting"
- synonym:
- develop ,
- acquire ,
- evolve
3. Κέρδος μέσω της εμπειρίας
- "Απέκτησα μια ισχυρή αποστροφή για την τηλεόραση"
- "Τα παιδιά πρέπει να αναπτύξουν την αίσθηση του σωστού και του λάθους"
- "Ο ντέιβ ανέπτυξε ηγετικές ικανότητες στη νέα του θέση"
- "Αναπτύξτε ένα πάθος για τη ζωγραφική"
- συνώνυμο:
- αναπτύσσω ,
- αποκτώ ,
- εξελίσσομαι
Examples of using
We did not evolve from monkeys. We share a common ancestor.
Δεν εξελιχθήκαμε από τους πιθήκους. Μοιραζόμαστε έναν κοινό πρόγονο.