Translation meaning & definition of the word "evolution" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξέλιξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Evolution
[Εξέλιξη]/ɛvəluʃən/
noun
1. A process in which something passes by degrees to a different stage (especially a more advanced or mature stage)
- "The development of his ideas took many years"
- "The evolution of greek civilization"
- "The slow development of her skill as a writer"
- synonym:
- development ,
- evolution
1. Μια διαδικασία κατά την οποία κάτι περνά κατά βαθμούς σε ένα διαφορετικό στάδιο (ειδικά ένα πιο προηγμένο ή ώριμο στάδιο)
- "Η ανάπτυξη των ιδεών του χρειάστηκε πολλά χρόνια"
- "Η εξέλιξη του ελληνικού πολιτισμού"
- "Η αργή ανάπτυξη των ικανοτήτων της ως συγγραφέα"
- συνώνυμο:
- ανάπτυξη ,
- εξέλιξη
2. (biology) the sequence of events involved in the evolutionary development of a species or taxonomic group of organisms
- synonym:
- evolution ,
- organic evolution ,
- phylogeny ,
- phylogenesis
2. (βιολογία) η ακολουθία των γεγονότων που εμπλέκονται στην εξελικτική ανάπτυξη ενός είδους ή ταξινομικής ομάδας οργανισμών
- συνώνυμο:
- εξέλιξη ,
- οργανική εξέλιξη ,
- φυλογένεση
Examples of using
The theory of evolution surpasses the scope of my imagination.
Η θεωρία της εξέλιξης ξεπερνά το πεδίο της φαντασίας μου.
Extinction is a part of evolution.
Η εξαφάνιση είναι μέρος της εξέλιξης.
We associate Darwin's name with the theory of evolution.
Συνδέουμε το όνομα του Δαρβίνου με τη θεωρία της εξέλιξης.