Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "evidence" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποδεικτικά" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Evidence

[Απόδειξη]
/ɛvədəns/

noun

1. Your basis for belief or disbelief

  • Knowledge on which to base belief
  • "The evidence that smoking causes lung cancer is very compelling"
    synonym:
  • evidence
  • ,
  • grounds

1. Η βάση σας για πίστη ή δυσπιστία

  • Γνώση πάνω στην οποία να βασίζεται η πίστη
  • "Η απόδειξη ότι το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο του πνεύμονα είναι πολύ συναρπαστική"
    συνώνυμο:
  • αποδεικτικά στοιχεία
  • ,
  • λόγοι

2. An indication that makes something evident

  • "His trembling was evidence of his fear"
    synonym:
  • evidence

2. Μια ένδειξη που κάνει κάτι προφανές

  • "Το τρέμουλό του ήταν απόδειξη του φόβου του"
    συνώνυμο:
  • αποδεικτικά στοιχεία

3. (law) all the means by which any alleged matter of fact whose truth is investigated at judicial trial is established or disproved

    synonym:
  • evidence

3. (-νομο) όλα τα μέσα με τα οποία κάθε υποτιθέμενο θέμα του οποίου η αλήθεια διερευνάται στη δικαστική δίκη καθιερώνεται ή διαψεύδεται

    συνώνυμο:
  • αποδεικτικά στοιχεία

verb

1. Provide evidence for

  • Stand as proof of
  • Show by one's behavior, attitude, or external attributes
  • "His high fever attested to his illness"
  • "The buildings in rome manifest a high level of architectural sophistication"
  • "This decision demonstrates his sense of fairness"
    synonym:
  • attest
  • ,
  • certify
  • ,
  • manifest
  • ,
  • demonstrate
  • ,
  • evidence

1. Παρέχω αποδεικτικά στοιχεία για

  • Απόδειξη του
  • Εμφάνιση από τη συμπεριφορά, τη στάση ή τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ατόμου
  • "Ο υψηλός πυρετός του πιστοποιείται από την ασθένειά του"
  • "Τα κτίρια στη ρώμη εκδηλώνουν υψηλό επίπεδο αρχιτεκτονικής πολυπλοκότητας"
  • "Η απόφαση αυτή δείχνει την αίσθηση της δικαιοσύνης"
    συνώνυμο:
  • βεβαιώνω
  • ,
  • πιστοποιώ
  • ,
  • εκδηλώνω
  • ,
  • αποδεικνύω
  • ,
  • αποδεικτικά στοιχεία

2. Provide evidence for

  • "The blood test showed that he was the father"
  • "Her behavior testified to her incompetence"
    synonym:
  • testify
  • ,
  • bear witness
  • ,
  • prove
  • ,
  • evidence
  • ,
  • show

2. Παρέχω αποδεικτικά στοιχεία για

  • "Η εξέταση αίματος έδειξε ότι ήταν ο πατέρας"
  • "Η συμπεριφορά της κατέθεσε την ανικανότητά της"
    συνώνυμο:
  • καταθέτω
  • ,
  • αναθέτων
  • ,
  • αποδεικνύω
  • ,
  • αποδεικτικά στοιχεία
  • ,
  • εμφανίζω

3. Give evidence

  • "He was telling on all his former colleague"
    synonym:
  • tell
  • ,
  • evidence

3. Αποδεικνύω

  • "Έλεγε σε όλους τους πρώην συναδέλφους του"
    συνώνυμο:
  • λέω
  • ,
  • αποδεικτικά στοιχεία

Examples of using

Do you think the judge will reverse his decision when he hears the new evidence?
Πιστεύετε ότι ο δικαστής θα αντιστρέψει την απόφασή του όταν ακούσει τα νέα στοιχεία?
I destroyed all the evidence.
Κατέστρεψα όλα τα στοιχεία.
I have evidence.
Έχω αποδείξεις.