Translation meaning & definition of the word "eviction" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εικόνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Eviction
[Αποβολή]/ɪvɪkʃən/
noun
1. Action by a landlord that compels a tenant to leave the premises (as by rendering the premises unfit for occupancy)
- No physical expulsion or legal process is involved
- synonym:
- eviction ,
- constructive eviction
1. Δράση από έναν ιδιοκτήτη που αναγκάζει έναν μισθωτή να εγκαταλείψει τις εγκαταστάσεις (α καθιστώντας τις εγκαταστάσεις ακατάλληλες
- Δεν εμπλέκεται φυσική απέλαση ή νομική διαδικασία
- συνώνυμο:
- έξωση ,
- εποικοδομητική έξωση
2. The expulsion of someone (such as a tenant) from the possession of land by process of law
- synonym:
- eviction ,
- dispossession ,
- legal ouster
2. Η απέλαση κάποιου (όπως ένα εναντ) από την κατοχή γης με διαδικασία του νόμου
- συνώνυμο:
- έξωση ,
- αποστέρηση ,
- νομική αποπομπή