Translation meaning & definition of the word "evict" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "είκτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Evict
[Εξαφανίζω]/ɪvɪkt/
verb
1. Expel or eject without recourse to legal process
- "The landlord wanted to evict the tenants so he banged on the pipes every morning at 3 a.m."
- synonym:
- evict
1. Αποβάλλει ή εκτινάσσει χωρίς προσφυγή σε νομικές διαδικασίες
- "Ο ιδιοκτήτης ήθελε να εκδιώξει τους ενοικιαστές, έτσι χτυπούσε τους σωλήνες κάθε πρωί στις 3 π.μ."
- συνώνυμο:
- εκδιώκω
2. Expel from one's property or force to move out by a legal process
- "The landlord evicted the tenants after they had not paid the rent for four months"
- synonym:
- evict ,
- force out
2. Αποβάλλουν από την ιδιοκτησία ή τη δύναμή τους για να απομακρυνθούν από μια νομική διαδικασία
- "Ο ιδιοκτήτης εκδίωξε τους ενοικιαστές αφού δεν είχαν πληρώσει το ενοίκιο για τέσσερις μήνες"
- συνώνυμο:
- εκδιώκω ,
- αποστρέφομαι