Translation meaning & definition of the word "everyday" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθημερινά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Everyday
[Καθημερινό]/ɛvride/
adjective
1. Found in the ordinary course of events
- "A placid everyday scene"
- "It was a routine day"
- "There's nothing quite like a real...train conductor to add color to a quotidian commute"- anita diamant
- synonym:
- everyday ,
- mundane ,
- quotidian ,
- routine ,
- unremarkable ,
- workaday
1. Βρέθηκε στη συνηθισμένη πορεία των γεγονότων
- "Μια πλακούντα καθημερινή σκηνή"
- "Ήταν μια συνηθισμένη μέρα"
- "Δεν υπάρχει τίποτα σαν ένα πραγματικό.τρένο αγωγός για να προσθέσετε χρώμα σε μια ταινία μετακίνηση"- ανίτα διαμάντι
- συνώνυμο:
- καθημερινότητα ,
- επικαθήμενοσ ,
- ταξιανήσ ,
- ρουτίνα ,
- ανεπανόρθωτοσ ,
- εργασία
2. Appropriate for ordinary or routine occasions
- "Casual clothes"
- "Everyday clothes"
- synonym:
- casual ,
- everyday ,
- daily
2. Κατάλληλο για συνήθεις ή συνήθεις περιπτώσεις
- "Καθαρά ρούχα"
- "Καθημερινά ρούχα"
- συνώνυμο:
- περιστασιακός ,
- καθημερινότητα ,
- καθημερινά
3. Commonplace and ordinary
- "The familiar everyday world"
- synonym:
- everyday
3. Κοινός τόπος και συνηθισμένος
- "Ο οικείος καθημερινός κόσμος"
- συνώνυμο:
- καθημερινότητα
Examples of using
I sweat everyday.
Καθημερινά ιδρώνω.
She wanted to get away from everyday life.
Ήθελε να ξεφύγει από την καθημερινότητα.
Both victory and defeat are but an everyday occurrence to a soldier.
Τόσο η νίκη όσο και η ήττα δεν είναι παρά ένα καθημερινό φαινόμενο σε έναν στρατιώτη.