Translation meaning & definition of the word "eventually" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τελικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Eventually
[Τελικά]/ɪvɛnʧəwəli/
adverb
1. After an unspecified period of time or an especially long delay
- synonym:
- finally ,
- eventually
1. Μετά από μια απροσδιόριστη χρονική περίοδο ή μια ιδιαίτερα μεγάλη καθυστέρηση
- συνώνυμο:
- τέλος ,
- τελικά
Examples of using
Knowing how I would die would only make me anxious about the kind of situations I'd know I'll eventually die in.
Γνωρίζοντας πώς θα πέθαινα θα με έκανε να ανησυχώ μόνο για το είδος των καταστάσεων που θα ήξερα ότι τελικά θα πεθάνω.
I think you might eventually change your mind.
Νομίζω ότι τελικά μπορεί να αλλάξετε γνώμη.
Maybe eventually you'll decide you don't want to live here anymore.
Ίσως τελικά να αποφασίσετε ότι δεν θέλετε να ζήσετε εδώ πια.