Translation meaning & definition of the word "eventful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιτεύγματα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Eventful
[Γεμάτος]/ɪvɛntfəl/
adjective
1. Full of events or incidents
- "The most exhausting and eventful day of my life"
- synonym:
- eventful
1. Γεμάτο εκδηλώσεις ή περιστατικά
- "Η πιο εξαντλητική και επιτυχημένη μέρα της ζωής μου"
- συνώνυμο:
- επεισοδιακόσ
2. Having important issues or results
- "The year's only really consequential legislation"
- "An eventful decision"
- synonym:
- consequential ,
- eventful
2. Σημαντικά ζητήματα ή αποτελέσματα
- "Η μόνη πραγματικά επακόλουθη νομοθεσία του έτους"
- "Μια ενδεχόμενη απόφαση"
- συνώνυμο:
- επακόλουθοσ ,
- επεισοδιακόσ