Translation meaning & definition of the word "evenly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δίκαια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Evenly
[Βαθιά]/ivənli/
adverb
1. In equal amounts or shares
- In a balanced or impartial way
- "A class evenly divided between girls and boys"
- "They split their winnings equally"
- "Deal equally with rich and poor"
- synonym:
- evenly ,
- equally
1. Σε ίσα ποσά ή μετοχές
- Με ισορροπημένο ή αμερόληπτο τρόπο
- "Μια τάξη ομοιόμορφα διαιρεμένη μεταξύ κοριτσιών και αγοριών"
- "Χωρίζουν τα κέρδη τους εξίσου"
- "Συμφωνήστε εξίσου με τους πλούσιους και τους φτωχούς"
- συνώνυμο:
- ομοιόμορφα ,
- εξίσου
2. In a level and regular way
- synonym:
- evenly
2. Με επίπεδο και τακτικό τρόπο
- συνώνυμο:
- ομοιόμορφα
Examples of using
We shared the money evenly amongst the three of us.
Μοιραστήκαμε τα χρήματα ομοιόμορφα μεταξύ μας.
They split the bill evenly.
Διαίρεσαν το λογαριασμό ομοιόμορφα.
Spread the sand evenly.
Απλώστε την άμμο ομοιόμορφα.