Translation meaning & definition of the word "evening" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βράδυ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Evening
[Βράδυ]/ivnɪŋ/
noun
1. The latter part of the day (the period of decreasing daylight from late afternoon until nightfall)
- "He enjoyed the evening light across the lake"
- synonym:
- evening ,
- eve ,
- even ,
- eventide
1. Το τελευταίο μέρος της ημέρας (η περίοδος της μείωσης του φωτός της ημέρας από αργά το απόγευμα έως το βράδυ
- "Απόλαυσε το βραδινό φως πέρα από τη λίμνη"
- συνώνυμο:
- βράδυ ,
- παραμονή ,
- ακόμα ,
- εκδήλωση
2. A later concluding time period
- "It was the evening of the roman empire"
- synonym:
- evening
2. Μεταγενέστερη περίοδος λήξης
- "Ήταν η βραδιά της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας"
- συνώνυμο:
- βράδυ
3. The early part of night (from dinner until bedtime) spent in a special way
- "An evening at the opera"
- synonym:
- evening
3. Το πρώτο μέρος της νύχτας (από το δείπνο μέχρι τον ύπνο) πέρασε με έναν ιδιαίτερο τρόπο
- "Ένα βράδυ στην όπερα"
- συνώνυμο:
- βράδυ
Examples of using
Tom takes a bath almost every evening.
Ο Τομ κάνει μπάνιο σχεδόν κάθε βράδυ.
Tom has been calling me regularly every evening.
Ο Τομ με καλεί τακτικά κάθε βράδυ.
Isn't this a wonderful evening?
Δεν είναι μια υπέροχη βραδιά?