Translation meaning & definition of the word "even" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακόμη" στην ελληνική γλώσσα
Even
[Ακόμα και]noun
1. The latter part of the day (the period of decreasing daylight from late afternoon until nightfall)
- "He enjoyed the evening light across the lake"
- synonym:
- evening ,
- eve ,
- even ,
- eventide
1. Το τελευταίο μέρος της ημέρας (η περίοδος της μείωσης του φωτός της ημέρας από αργά το απόγευμα έως το βράδυ
- "Απόλαυσε το βραδινό φως πέρα από τη λίμνη"
- συνώνυμο:
- βράδυ ,
- παραμονή ,
- ακόμα ,
- εκδήλωση
verb
1. Make level or straight
- "Level the ground"
- synonym:
- flush ,
- level ,
- even out ,
- even
1. Κάντε επίπεδο ή ευθεία
- "Επίπεδο το έδαφος"
- συνώνυμο:
- επίπλευση ,
- επίπεδο ,
- ακόμα και έξω ,
- ακόμα
2. Become even or more even
- "Even out the surface"
- synonym:
- even ,
- even out
2. Γίνετε ακόμα ή περισσότερο ακόμα
- "Ακόμα και έξω από την επιφάνεια"
- συνώνυμο:
- ακόμα ,
- ακόμα και έξω
3. Make even or more even
- synonym:
- even ,
- even out
3. Κάντε ακόμα ή περισσότερο ακόμη
- συνώνυμο:
- ακόμα ,
- ακόμα και έξω
adjective
1. Divisible by two
- synonym:
- even
1. Διαιρείται με δύο
- συνώνυμο:
- ακόμα
2. Equal in degree or extent or amount
- Or equally matched or balanced
- "Even amounts of butter and sugar"
- "On even terms"
- "It was a fifty-fifty (or even) split"
- "Had a fifty-fifty (or even) chance"
- "An even fight"
- synonym:
- even ,
- fifty-fifty
2. Ίσο σε βαθμό ή έκταση ή ποσό
- Ή εξίσου ταιριαστό ή ισορροπημένο
- "Ακόμη και ποσότητες βουτύρου και ζάχαρης"
- "Ακόμη και με όρους"
- "Ήταν ένα πενήντα πενήντα πενήντα πενήντα πενήντα ( διάσπαση"
- "Έχω μια πενήντα πενήντα πενήντα πενήντα πενήντα ( πιθανότητα"
- "Ακόμη και αγώνας"
- συνώνυμο:
- ακόμα ,
- πενήντα πενήντα
3. Being level or straight or regular and without variation as e.g. in shape or texture
- Or being in the same plane or at the same height as something else (i.e. even with)
- "An even application of varnish"
- "An even floor"
- "The road was not very even"
- "The picture is even with the window"
- synonym:
- even
3. Είναι επίπεδο ή ευθύ ή κανονικό και χωρίς παραλλαγές όπως π.χ. στο σχήμα ή την υφή
- Ή να είναι στο ίδιο επίπεδο ή στο ίδιο ύψος με κάτι άλλο (.δηλαδή ακόμη και με )
- "Ακόμη και εφαρμογή βερνικιού"
- "Ένα πάτωμα"
- "Ο δρόμος δεν ήταν και τόσο καλός"
- "Η εικόνα είναι ακόμη και με το παράθυρο"
- συνώνυμο:
- ακόμα
4. Symmetrically arranged
- "Even features"
- "Regular features"
- "A regular polygon"
- synonym:
- even ,
- regular
4. Συμμετρικά τακτοποιημένα
- "Ακόμη και χαρακτηριστικά"
- "Τακτικά χαρακτηριστικά"
- "Ένα κανονικό πολύγωνο"
- συνώνυμο:
- ακόμα ,
- τακτικός
5. Occurring at fixed intervals
- "A regular beat"
- "The even rhythm of his breathing"
- synonym:
- even ,
- regular
5. Εμφανίζεται σε σταθερά χρονικά διαστήματα
- "Ένας κανονικός ρυθμός"
- "Ο ίδιος ο ρυθμός της αναπνοής του"
- συνώνυμο:
- ακόμα ,
- τακτικός
6. Of the score in a contest
- "The score is tied"
- synonym:
- tied(p) ,
- even ,
- level(p)
6. Από το σκορ σε ένα διαγωνισμό
- "Το σκορ είναι δεμένο"
- συνώνυμο:
- δεδ()<TAG1> ,
- ακόμα ,
- ισοπ()<TAG1>
adverb
1. Used as an intensive especially to indicate something unexpected
- "Even an idiot knows that"
- "Declined even to consider the idea"
- "I don't have even a dollar!"
- synonym:
- even
1. Χρησιμοποιείται ως εντατικό ειδικά για να δείξει κάτι απροσδόκητο
- "Ακόμα και ένας ηλίθιος το ξέρει"
- "Αποφάσισε ακόμη και να εξετάσει την ιδέα"
- "Δεν έχω ούτε ένα δολάριο!"
- συνώνυμο:
- ακόμα
2. In spite of
- Notwithstanding
- "Even when he is sick, he works"
- "Even with his head start she caught up with him"
- synonym:
- even
2. Παρά το γεγονός ότι
- Παρά το γεγονός
- "Ακόμα και όταν είναι άρρωστος, εργάζεται"
- "Ακόμα και με το ξεκίνημα του κεφαλιού τον έπιασε"
- συνώνυμο:
- ακόμα
3. To a greater degree or extent
- Used with comparisons
- "Looked sick and felt even worse"
- "An even (or still) more interesting problem"
- "Still another problem must be solved"
- "A yet sadder tale"
- synonym:
- even ,
- yet ,
- still
3. Σε μεγαλύτερο βαθμό ή βαθμό
- Χρησιμοποιείται με συγκρίσεις
- "Φαινόταν άρρωστος και ένιωθε ακόμα χειρότερα"
- "Ένα ακόμη και ( ακόμα) πιο ενδιαφέρον πρόβλημα"
- "Ακόμα ένα άλλο πρόβλημα πρέπει να λυθεί"
- "Μια ακόμα πιο θλιβερή ιστορία"
- συνώνυμο:
- ακόμα
4. To the full extent
- "Loyal even unto death"
- synonym:
- even
4. Σε πλήρη έκταση
- "Πιστός ακόμα και μέχρι θανάτου"
- συνώνυμο:
- ακόμα