Translation meaning & definition of the word "evasive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποτρεπτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Evasive
[Αποφευκτικόσ]/ɪvezɪv/
adjective
1. Deliberately vague or ambiguous
- "His answers were brief, constrained and evasive"
- "An evasive statement"
- synonym:
- evasive
1. Σκόπιμα ασαφής ή διφορούμενος
- "Οι απαντήσεις του ήταν σύντομες, περιορισμένες και αποφευκτικές"
- "Μια αποφυγή δήλωσης"
- συνώνυμο:
- αποφευκτικόσ
2. Avoiding or escaping from difficulty or danger especially enemy fire
- "Pilots are taught to take evasive action"
- synonym:
- evasive
2. Αποφυγή ή διαφυγή από δυσκολία ή κίνδυνο, ιδιαίτερα από πυρκαγιά του εχθρού
- "Οι πιλότοι διδάσκονται να αναλαμβάνουν αποφυγή δράσης"
- συνώνυμο:
- αποφευκτικόσ