Translation meaning & definition of the word "evasion" into Greek language
Μεταφραστική σημασία & ορισμός της λέξης "εξαφάνιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Evasion
[Εξαφάνιση]/ɪveʒən/
noun
1. A statement that is not literally false but that cleverly avoids an unpleasant truth
- synonym:
- evasion ,
- equivocation
1. Μια δήλωση που δεν είναι κυριολεκτικά ψευδής, αλλά αυτό αποφεύγει έξυπνα μια δυσάρεστη αλήθεια
- συνώνυμο:
- φοροδιαφυγή ,
- αποδιάρθρωση
2. The deliberate act of failing to pay money
- "His evasion of all his creditors"
- "He was indicted for nonpayment"
- synonym:
- evasion ,
- nonpayment
2. Η σκόπιμη πράξη της αποτυχίας να πληρώσει χρήματα
- "Η φυγή όλων των πιστωτών του"
- "Κατηγορήθηκε για μη πληρωμή"
- συνώνυμο:
- φοροδιαφυγή ,
- μη πληρωμή
3. Nonperformance of something distasteful (as by deceit or trickery) that you are supposed to do
- "His evasion of his clear duty was reprehensible"
- "That escape from the consequences is possible but unattractive"
- synonym:
- evasion ,
- escape ,
- dodging
3. Μη απόδοση κάτι δυσάρεστου (α με δόλο ή εξαπατητήριο που υποτίθεται ότι πρέπει να κάνετε
- "Η αποφυγή του σαφούς καθήκοντός του ήταν κατακριτέα"
- "Αυτή η διαφυγή από τις συνέπειες είναι δυνατή, αλλά μη ελκυστική"
- συνώνυμο:
- φοροδιαφυγή ,
- διαφυγή ,
- αποφεύγω
4. The act of physically escaping from something (an opponent or a pursuer or an unpleasant situation) by some adroit maneuver
- synonym:
- evasion
4. Η πράξη της σωματικής διαφυγής από κάτι (αντίπαλο ή έναν διώκτη ή μια δυσάρεστη κατάσταση) από κάποιο επιδέξιο ελιγμό
- συνώνυμο:
- φοροδιαφυγή
Examples of using
He was arrested on charges of tax evasion.
Συνελήφθη με την κατηγορία της φοροδιαφυγής.
He was arrested on charges of tax evasion.
Συνελήφθη με την κατηγορία της φοροδιαφυγής.