Translation meaning & definition of the word "evaporate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξατμίστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Evaporate
[Εξατμίζω]/ɪvæpəret/
verb
1. Lose or cause to lose liquid by vaporization leaving a more concentrated residue
- "Evaporate milk"
- synonym:
- evaporate ,
- vaporize ,
- vaporise
1. Χάστε ή προκαλέστε την απώλεια υγρών με εξάτμιση αφήνοντας ένα πιο συμπυκνωμένο υπόλειμμα
- "Εξατμίστε το γάλα"
- συνώνυμο:
- εξατμίζω
2. Cause to change into a vapor
- "The chemist evaporated the water"
- synonym:
- evaporate ,
- vaporise
2. Αιτία να μετατραπεί σε ατμό
- "Ο χημικός εξάτμισε το νερό"
- συνώνυμο:
- εξατμίζω
3. Change into a vapor
- "The water evaporated in front of our eyes"
- synonym:
- evaporate ,
- vaporise
3. Μετατροπή σε ατμό
- "Το νερό εξατμίζεται μπροστά στα μάτια μας"
- συνώνυμο:
- εξατμίζω
4. Become less intense and fade away gradually
- "Her resistance melted under his charm"
- "Her hopes evaporated after years of waiting for her fiance"
- synonym:
- melt ,
- disappear ,
- evaporate
4. Γίνετε λιγότερο έντονοι και εξασθενίστε σταδιακά
- "Η αντίστασή της λιώνει κάτω από τη γοητεία του"
- "Οι ελπίδες της εξατμίστηκαν μετά από χρόνια αναμονής για τον αρραβωνιαστικό της"
- συνώνυμο:
- λιώνω ,
- εξαφανίζω ,
- εξατμίζω