Translation meaning & definition of the word "evangelist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευαγγελιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Evangelist
[Ευαγγελιστής]/ɪvænʤəlɪst/
noun
1. A preacher of the christian gospel
- synonym:
- evangelist ,
- revivalist ,
- gospeler ,
- gospeller
1. Ιεροκήρυκας του χριστιανικού ευαγγελίου
- συνώνυμο:
- ευαγγελιστήσ ,
- αναζωπυρωτήσ ,
- ευαγγέλιο
2. (when capitalized) any of the spiritual leaders who are assumed to be authors of the gospels in the new testament: matthew, mark, luke, and john
- synonym:
- Evangelist
2. ( όταν κεφαλαιοποιείται) οποιοσδήποτε από τους πνευματικούς ηγέτες που θεωρούνται συγγραφείς των ευαγγελίων στην καινή διαθήκη
- συνώνυμο:
- Ευαγγελιστής