Translation meaning & definition of the word "evaluation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αξιολόγηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Evaluation
[Αξιολόγηση]/ɪvæljueʃən/
noun
1. Act of ascertaining or fixing the value or worth of
- synonym:
- evaluation ,
- rating
1. Πράξη εξακρίβωσης ή καθορισμού της αξίας ή της αξίας του
- συνώνυμο:
- αξιολόγηση ,
- βαθμολογία
2. An appraisal of the value of something
- "He set a high valuation on friendship"
- synonym:
- evaluation ,
- valuation ,
- rating
2. Εκτίμηση της αξίας του κάτι
- "Έχει θέσει υψηλή αποτίμηση στη φιλία"
- συνώνυμο:
- αξιολόγηση ,
- αποτίμηση ,
- βαθμολογία