Translation meaning & definition of the word "evaluate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αξιολογήστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Evaluate
[Αξιολογώ]/ɪvæljuet/
verb
1. Evaluate or estimate the nature, quality, ability, extent, or significance of
- "I will have the family jewels appraised by a professional"
- "Access all the factors when taking a risk"
- synonym:
- measure ,
- evaluate ,
- valuate ,
- assess ,
- appraise ,
- value
1. Αξιολογήστε ή εκτιμήστε τη φύση, την ποιότητα, την ικανότητα, την έκταση ή τη σημασία του
- "Θα έχω τα οικογενειακά κοσμήματα που εκτιμώνται από έναν επαγγελματία"
- "Πρόσβαση σε όλους τους παράγοντες κατά τη λήψη κινδύνου"
- συνώνυμο:
- μέτρο ,
- αξιολογώ ,
- βαλίνου ,
- τιμή
2. Form a critical opinion of
- "I cannot judge some works of modern art"
- "How do you evaluate this grant proposal?" "we shouldn't pass judgment on other people"
- synonym:
- evaluate ,
- pass judgment ,
- judge
2. Αποτελεί κριτική γνώμη για
- "Δεν μπορώ να κρίνω κάποια έργα μοντέρνας τέχνης"
- "Πώς αξιολογείτε αυτή την πρόταση επιχορήγησης?" "δεν πρέπει να κρίνουμε άλλους ανθρώπους"
- συνώνυμο:
- αξιολογώ ,
- παίρνω κρίση ,
- δικαστής