Translation meaning & definition of the word "evade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επανεμφανίστηκε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Evade
[Αποφεύγω]/ɪved/
verb
1. Avoid or try to avoid fulfilling, answering, or performing (duties, questions, or issues)
- "He dodged the issue"
- "She skirted the problem"
- "They tend to evade their responsibilities"
- "He evaded the questions skillfully"
- synonym:
- hedge ,
- fudge ,
- evade ,
- put off ,
- circumvent ,
- parry ,
- elude ,
- skirt ,
- dodge ,
- duck ,
- sidestep
1. Αποφύγετε ή προσπαθήστε να αποφύγετε την εκπλήρωση, την απάντηση ή την εκτέλεση (καθηγητών, ερωτήσεων ή θεμάτων)
- "Απέφυγε το θέμα"
- "Απέφυγε το πρόβλημα"
- "Τείνουν να αποφεύγουν τις ευθύνες τους"
- "Απέφυγε τις ερωτήσεις επιδέξια"
- συνώνυμο:
- αντιστάθμιση ,
- φουντίγκα ,
- αποφεύγω ,
- απογειώνομαι ,
- παράκαμψη ,
- παραπλεύρωση ,
- διαφεύγω ,
- φούστα ,
- πάπια ,
- παρακάτω
2. Escape, either physically or mentally
- "The thief eluded the police"
- "This difficult idea seems to evade her"
- "The event evades explanation"
- synonym:
- elude ,
- evade ,
- bilk
2. Αποδράστε, είτε σωματικά είτε ψυχικά
- "Ο κλέφτης απέφυγε την αστυνομία"
- "Αυτή η δύσκολη ιδέα φαίνεται να την αποφεύγει"
- "Το γεγονός αποφεύγει την εξήγηση"
- συνώνυμο:
- διαφεύγω ,
- αποφεύγω ,
- μπιλκ
3. Practice evasion
- "This man always hesitates and evades"
- synonym:
- evade
3. Πρακτική αποφυγή
- "Αυτός ο άνθρωπος διστάζει και αποφεύγει"
- συνώνυμο:
- αποφεύγω
4. Use cunning or deceit to escape or avoid
- "The con man always evades"
- synonym:
- evade
4. Χρησιμοποιήστε την πονηριά ή την εξαπάτηση για να ξεφύγετε ή να αποφύγετε
- "Ο αγαθός άνθρωπος πάντα αποφεύγει"
- συνώνυμο:
- αποφεύγω