Translation meaning & definition of the word "euthanasia" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευθανασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Euthanasia
[Ευθανασία]/juθəneʒə/
noun
1. The act of killing someone painlessly (especially someone suffering from an incurable illness)
- synonym:
- euthanasia ,
- mercy killing
1. Η πράξη της θανάτωσης κάποιου ανώδυνα (ειδικά κάποιος που πάσχει από μια ανίατη ασθένεια)
- συνώνυμο:
- ευθανασία ,
- ελεημοσύνη