Translation meaning & definition of the word "euphemistic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευφημιστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Euphemistic
[Ευφημιστικόσ]/jufəmɪstɪk/
adjective
1. Substituting a mild term for a harsher or distasteful one
- "`peepee' is a common euphemistic term"
- synonym:
- euphemistic ,
- inoffensive
1. Αντικαθιστώντας έναν ήπιο όρο για έναν σκληρότερο ή δυσάρεστο
- "Η πιπεριά είναι ένας κοινός ευφημιστικός όρος"
- συνώνυμο:
- ευφημιστικόσ ,
- αβλαβήσ