Translation meaning & definition of the word "eucalyptus" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευκάλυπτος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Eucalyptus
[Ευκάλυπτος]/jukəlɪptəs/
noun
1. Wood of any of various eucalyptus trees valued as timber
- synonym:
- eucalyptus
1. Ξύλο οποιουδήποτε από τα διάφορα δέντρα ευκαλύπτου που αποτιμώνται ως ξυλεία
- συνώνυμο:
- ευκάλυπτος
2. A tree of the genus eucalyptus
- synonym:
- eucalyptus ,
- eucalypt ,
- eucalyptus tree
2. Ένα δέντρο του γένους ευκάλυπτος
- συνώνυμο:
- ευκάλυπτος ,
- ευκάλυπτο ,
- δέντρο ευκαλύπτου