Translation meaning & definition of the word "etymology" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευτυμολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Etymology
[Ετυμολογία]/ɛtəmɑləʤi/
noun
1. A history of a word
- synonym:
- etymology
1. Μια ιστορία μιας λέξης
- συνώνυμο:
- ετυμολογία
2. The study of the sources and development of words
- synonym:
- etymology
2. Η μελέτη των πηγών και η ανάπτυξη των λέξεων
- συνώνυμο:
- ετυμολογία