Translation meaning & definition of the word "etna" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έτνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Etna
[Αίτνα]/ɛtnə/
noun
1. An inactive volcano in sicily
- Last erupted in 1961
- The highest volcano in europe (10,500 feet)
- synonym:
- Etna ,
- Mount Etna ,
- Mt Etna
1. Ένα ανενεργό ηφαίστειο στη σικελία
- Τελευταία εξαφάνιση το 1961
- Το ψηλότερο ηφαίστειο στην ευρώπη (10.500 πόδια)
- συνώνυμο:
- Αίτνα ,
- Όρος Αίτνα
2. A gas burner used in laboratories
- Has an air valve to regulate the mixture of gas and air
- synonym:
- bunsen burner ,
- bunsen ,
- etna
2. Καυστήρας αερίου που χρησιμοποιείται σε εργαστήρια
- Έχει μια αεροβαλβίδα για να ρυθμίσει το μίγμα του αερίου και του αέρα
- συνώνυμο:
- καυστήρας λούνσεν ,
- μπούνσεν ,
- έτνα