Translation meaning & definition of the word "etiquette" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εθιμοτυπία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Etiquette
[Ετικέτα]/ɛtəkət/
noun
1. Rules governing socially acceptable behavior
- synonym:
- etiquette
1. Κανόνες που διέπουν την κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά
- συνώνυμο:
- εθιμοτυπία
Examples of using
It's a matter of etiquette.
Είναι θέμα εθιμοτυπίας.