Translation meaning & definition of the word "ethology" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηθολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ethology
[Ηθολογία]/ɪθɑləʤi/
noun
1. The branch of zoology that studies the behavior of animals in their natural habitats
- synonym:
- ethology
1. Ο κλάδος της ζωολογίας που μελετά τη συμπεριφορά των ζώων στα φυσικά τους ενδιαιτήματα
- συνώνυμο:
- ηθολογία