Translation meaning & definition of the word "ethnocentrism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εθνοκεντρισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ethnocentrism
[Εθνοκεντρισμός]/ɛθnoʊsɛntrɪzəm/
noun
1. Belief in the superiority of one's own ethnic group
- synonym:
- ethnocentrism
1. Πίστη στην υπεροχή της δικής του εθνοτικής ομάδας
- συνώνυμο:
- εθνοκεντρισμός
Examples of using
Monolingualism is like a disease as it leads to ethnocentrism and culture isolation. But this disease can be cured.
Ο μονογλωσσίας είναι σαν μια ασθένεια, καθώς οδηγεί στον εθνοκεντρισμό και την απομόνωση του πολιτισμού. Αλλά αυτή η ασθένεια μπορεί να θεραπευτεί.