Translation meaning & definition of the word "ethnic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εθνικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ethnic
[Εθνικός]/ɛθnɪk/
noun
1. A person who is a member of an ethnic group
- synonym:
- ethnic
1. Ένα άτομο που είναι μέλος μιας εθνικής ομάδας
- συνώνυμο:
- έθνος
adjective
1. Denoting or deriving from or distinctive of the ways of living built up by a group of people
- "Influenced by ethnic and cultural ties"- j.f.kennedy
- "Ethnic food"
- synonym:
- cultural ,
- ethnic ,
- ethnical
1. Υποδηλώνοντας ή απορρέοντας ή διαχωρίζοντας τους τρόπους ζωής που δημιουργήθηκαν από μια ομάδα ανθρώπων
- "Επηρεάζεται από εθνοτικούς και πολιτιστικούς δεσμούς"- τζ.φ. κένεντι
- "Εθνικό φαγητό"
- συνώνυμο:
- πολιτιστικός ,
- έθνος ,
- εθνοτική
2. Not acknowledging the god of christianity and judaism and islam
- synonym:
- heathen ,
- heathenish ,
- pagan ,
- ethnic
2. Δεν αναγνωρίζουν τον θεό του χριστιανισμού, του ιουδαϊσμού και του ισλάμ
- συνώνυμο:
- ειδωλολάτρησ ,
- ειδωλολατρικόσ ,
- ειδωλολατρικός ,
- έθνος
Examples of using
In ethnic Iranian foods, you can see many products which are made of milk.
Σε εθνικά ιρανικά τρόφιμα, μπορείτε να δείτε πολλά προϊόντα που είναι κατασκευασμένα από γάλα.