Translation meaning & definition of the word "ethical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηθική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ethical
[Ηθική]/ɛθɪkəl/
adjective
1. Of or relating to the philosophical study of ethics
- "Ethical codes"
- "Ethical theories"
- synonym:
- ethical
1. Από ή σχετίζονται με τη φιλοσοφική μελέτη της ηθικής
- "Ηθικοί κώδικες"
- "Ηθικές θεωρίες"
- συνώνυμο:
- ηθική
2. Conforming to accepted standards of social or professional behavior
- "An ethical lawyer"
- "Ethical medical practice"
- "An ethical problem"
- "Had no ethical objection to drinking"
- "Ours is a world of nuclear giants and ethical infants"- omar n. bradley
- synonym:
- ethical
2. Συμμόρφωση με αποδεκτά πρότυπα κοινωνικής ή επαγγελματικής συμπεριφοράς
- "Ηθικός δικηγόρος"
- "Ηθική ιατρική πρακτική"
- "Ηθικό πρόβλημα"
- "Δεν είχα καμία ηθική αντίρρηση να πίνω"
- "Οι επισκέπτες είναι ένας κόσμος πυρηνικών γιγάντων και ηθικών βρεφών" - ομάρ ν. μπράντλεϊ
- συνώνυμο:
- ηθική
3. Adhering to ethical and moral principles
- "It seems ethical and right"
- "Followed the only honorable course of action"
- synonym:
- ethical ,
- honorable ,
- honourable
3. Τήρηση ηθικών και ηθικών αρχών
- "Φαίνεται ηθικό και σωστό"
- "Ακολούθησε τη μόνη αξιότιμη πορεία δράσης"
- συνώνυμο:
- ηθική ,
- αξιότιμος
Examples of using
Cloning people raises serious ethical problems.
Η κλωνοποίηση εγείρει σοβαρά ηθικά προβλήματα.