Translation meaning & definition of the word "ethic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηθική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ethic
[Ηθική]/ɛθɪk/
noun
1. The principles of right and wrong that are accepted by an individual or a social group
- "The puritan ethic"
- "A person with old-fashioned values"
- synonym:
- ethic ,
- moral principle ,
- value-system ,
- value orientation
1. Οι αρχές του σωστού και του λάθους που γίνονται αποδεκτές από ένα άτομο ή μια κοινωνική ομάδα
- "Η πουριτανική ηθική"
- "Ένα άτομο με παλιομοδίτικες αξίες"
- συνώνυμο:
- ηθική ,
- ηθική αρχή ,
- σύστημα αξίας ,
- προσανατολισμός τιμής
2. A system of principles governing morality and acceptable conduct
- synonym:
- ethic ,
- ethical code
2. Ένα σύστημα αρχών που διέπουν την ηθική και την αποδεκτή συμπεριφορά
- συνώνυμο:
- ηθική ,
- ηθικός κώδικας
Examples of using
This attitude, the Protestant work ethic, still influences Americans today.
Αυτή η στάση, η Προτεσταντική ηθική της εργασίας, εξακολουθεί να επηρεάζει τους Αμερικανούς σήμερα.