Translation meaning & definition of the word "ethereal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αιθερική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ethereal
[Αιθέριοσ]/ɪθɪriəl/
adjective
1. Characterized by lightness and insubstantiality
- As impalpable or intangible as air
- "Figures light and aeriform come unlooked for and melt away"- thomas carlyle
- "Aerial fancies"
- "An airy apparition"
- "Physical rather than ethereal forms"
- synonym:
- aeriform ,
- aerial ,
- airy ,
- aery ,
- ethereal
1. Χαρακτηρίζεται από ελαφρότητα και ανυπόστατη
- Ως αδιάβλητος ή άυλος ως αέρας
- "Τα σχήματα του φωτός και της αεροτομής έρχονται χωρίς να τα παρακολουθήσουν και να λιώσουν" - τόμας καρλάιλ
- "Αεροπορικές φαντασιώσεις"
- "Ευάερη εμφάνιση"
- "Φυσικές και όχι αιθέριες μορφές"
- συνώνυμο:
- αεροειδής ,
- εναέρια ,
- ευάεροσ ,
- αερίων ,
- αιθέρια
2. Of or containing or dissolved in ether
- "Ethereal solution"
- synonym:
- ethereal
2. Από ή περιέχουν ή διαλύονται σε αιθέρα
- "Αιθέρια λύση"
- συνώνυμο:
- αιθέρια
3. Of heaven or the spirit
- "Celestial peace"
- "Ethereal melodies"
- "The supernal happiness of a quiet death"
- synonym:
- celestial ,
- ethereal ,
- supernal
3. Του ουρανού ή του πνεύματος
- "Ουράνια ειρήνη"
- "Αιθερικές μελωδίες"
- "Η υπερφυσική ευτυχία ενός ήσυχου θανάτου"
- συνώνυμο:
- ουράνιος ,
- αιθέρια ,
- υπερκόσμιοσ
4. Characterized by unusual lightness and delicacy
- "This smallest and most ethereal of birds"
- "Gossamer shading through his playing"
- synonym:
- ethereal ,
- gossamer
4. Χαρακτηρίζεται από ασυνήθιστη ελαφρότητα και λιχουδιά
- "Αυτό το μικρότερο και πιο αιθέρια πουλιά"
- "Σκιάζοντας τον αποξηραμένο μέσα από το παιχνίδι του"
- συνώνυμο:
- αιθέρια ,
- αλαζονεύων