Translation meaning & definition of the word "ethanol" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αιθανόλη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ethanol
[Αιθανόλη]/ɛθənɔl/
noun
1. The intoxicating agent in fermented and distilled liquors
- Used pure or denatured as a solvent or in medicines and colognes and cleaning solutions and rocket fuel
- Proposed as a renewable clean-burning additive to gasoline
- synonym:
- ethyl alcohol ,
- ethanol ,
- fermentation alcohol ,
- grain alcohol
1. Ο μεθυστικός παράγοντας σε ζυμωμένα και απεσταγμένα ποτά
- Χρησιμοποιημένος καθαρός ή μετουσιωμένος ως διαλύτης ή στα φάρμακα και τα διαλύματα καθαρισμού και τα καύσιμα πυραύλων
- Προτείνεται ως ανανεώσιμο πρόσθετο καύσης καυσαερίων στη βενζίνη
- συνώνυμο:
- αιθυλική αλκοόλη ,
- αιθανόλη ,
- ζυμωμένο αλκοόλ ,
- αλκοόλη σιταριού
Examples of using
This volume of ethanol cannot completely dissolve 100.100 g of the white solid.
Αυτός ο όγκος της αιθανόλης δεν μπορεί να διαλύσει εντελώς 100.100 γραμμάρια του λευκού στερεού.
This volume of ethanol cannot completely dissolve 0.5 g of the white solid.
Αυτός ο όγκος αιθανόλης δεν μπορεί να διαλύσει εντελώς 0,5 γραμμάρια του λευκού στερεού.