Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "eternity" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυθεντικότητα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Eternity

[Αιωνιότητα]
/ɪtərnəti/

noun

1. Time without end

    synonym:
  • eternity
  • ,
  • infinity

1. Χρόνος χωρίς τέλος

    συνώνυμο:
  • αιωνιότητα
  • ,
  • άπειρο

2. A state of eternal existence believed in some religions to characterize the afterlife

    synonym:
  • eternity
  • ,
  • timelessness
  • ,
  • timeless existence

2. Μια κατάσταση αιώνιας ύπαρξης πίστευε σε μερικές θρησκείες ότι χαρακτήριζε τη μετά θάνατον ζωή

    συνώνυμο:
  • αιωνιότητα
  • ,
  • διαχρονικότητα
  • ,
  • διαχρονική ύπαρξη

3. A seemingly endless time interval (waiting)

    synonym:
  • eternity

3. Ένα φαινομενικά ατελείωτο χρονικό διάστημα (-κυαϊτ)

    συνώνυμο:
  • αιωνιότητα

Examples of using

Time is the sin of eternity.
Ο χρόνος είναι η αμαρτία της αιωνιότητας.
We work for eternity, not for the moment.
Δουλεύουμε για την αιωνιότητα, όχι για την ώρα.
Never knew before what eternity was made for. It is to give some of us a chance to learn German.
Ποτέ δεν ήξερα πριν για ποιο πράγμα φτιάχτηκε η αιωνιότητα. Είναι να δώσουμε σε μερικούς από εμάς την ευκαιρία να μάθουν γερμανικά.