Translation meaning & definition of the word "eternally" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αιώνια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Eternally
[Εξωτερικά]/ɪtərnəli/
adverb
1. For a limitless time
- "No one can live forever"
- "Brightly beams our father's mercy from his lighthouse evermore"- p.p.bliss
- synonym:
- everlastingly ,
- eternally ,
- forever ,
- evermore
1. Για έναν απεριόριστο χρόνο
- "Κανείς δεν μπορεί να ζήσει για πάντα"
- "Ακτινοβολεί με φωτεινότητα το έλεος του πατέρα μας από το φάρο του ακόμα περισσότερο"- π.π.μπλις
- συνώνυμο:
- επιτηδευμένα ,
- αιώνια ,
- για πάντα