Translation meaning & definition of the word "estimation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκτίμηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Estimation
[Εκτίμηση]/ɛstəmeʃən/
noun
1. A document appraising the value of something (as for insurance or taxation)
- synonym:
- appraisal ,
- estimate ,
- estimation
1. Ένα έγγραφο που εκτιμά την αξία κάτι (ας για την ασφάλιση ή τη φορολογία )
- συνώνυμο:
- αξιολόγηση ,
- εκτίμηση
2. The respect with which a person is held
- "They had a high estimation of his ability"
- synonym:
- estimate ,
- estimation
2. Τον σεβασμό με τον οποίο κρατείται ένα άτομο
- "Είχαν υψηλή εκτίμηση της ικανότητάς του"
- συνώνυμο:
- εκτίμηση
3. An approximate calculation of quantity or degree or worth
- "An estimate of what it would cost"
- "A rough idea how long it would take"
- synonym:
- estimate ,
- estimation ,
- approximation ,
- idea
3. Κατά προσέγγιση υπολογισμός της ποσότητας ή του βαθμού ή της αξίας
- "Μια εκτίμηση του τι θα κοστίσει"
- "Μια σκληρή ιδέα πόσο καιρό θα χρειαστεί"
- συνώνυμο:
- εκτίμηση ,
- προσέγγιση ,
- ιδέα
4. A judgment of the qualities of something or somebody
- "Many factors are involved in any estimate of human life"
- "In my estimation the boy is innocent"
- synonym:
- estimate ,
- estimation
4. Μια κρίση των ιδιοτήτων κάποιου ή κάποιου
- "Πολλοί παράγοντες εμπλέκονται σε οποιαδήποτε εκτίμηση της ανθρώπινης ζωής"
- "Κατά την εκτίμησή μου, το αγόρι είναι αθώο"
- συνώνυμο:
- εκτίμηση
Examples of using
In my estimation, he is an honest man.
Κατά την εκτίμησή μου, είναι ένας ειλικρινής άνθρωπος.