Translation meaning & definition of the word "esteem" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκτίμηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Esteem
[Εκτίμηση]/əstim/
noun
1. The condition of being honored (esteemed or respected or well regarded)
- "It is held in esteem"
- "A man who has earned high regard"
- synonym:
- esteem ,
- regard ,
- respect
1. Η κατάσταση της τιμής (εκτίμησης ή σεβασμού ή καλά θεωρούμενη)
- "Κρατείται σε εκτίμηση"
- "Ένας άνθρωπος που έχει κερδίσει υψηλή εκτίμηση"
- συνώνυμο:
- εκτίμηση ,
- αναφέρομαι ,
- σεβασμός
2. A feeling of delighted approval and liking
- synonym:
- admiration ,
- esteem
2. Ένα αίσθημα ευχαριστημένης έγκρισης και αρεσκείας
- συνώνυμο:
- θαυμασμός ,
- εκτίμηση
3. An attitude of admiration or esteem
- "She lost all respect for him"
- synonym:
- respect ,
- esteem ,
- regard
3. Μια στάση θαυμασμού ή εκτίμησης
- "Έχασε κάθε σεβασμό για αυτόν"
- συνώνυμο:
- σεβασμός ,
- εκτίμηση ,
- αναφέρομαι
verb
1. Regard highly
- Think much of
- "I respect his judgement"
- "We prize his creativity"
- synonym:
- respect ,
- esteem ,
- value ,
- prize ,
- prise
1. Εκτιμώ πολύ
- Σκεφτείτε πολλά
- "Σέβομαι την κρίση του"
- "Επωμίζουμε τη δημιουργικότητά του"
- συνώνυμο:
- σεβασμός ,
- εκτίμηση ,
- τιμή ,
- βραβείο ,
- ευλογημένοσ
2. Look on as or consider
- "She looked on this affair as a joke"
- "He thinks of himself as a brilliant musician"
- "He is reputed to be intelligent"
- synonym:
- think of ,
- repute ,
- regard as ,
- look upon ,
- look on ,
- esteem ,
- take to be
2. Κοιτάξτε ως ή σκεφτείτε
- "Θεώρησε αυτή την υπόθεση ως αστείο"
- "Θεωρεί τον εαυτό του λαμπρό μουσικό"
- "Φημίζεται ότι είναι έξυπνος"
- συνώνυμο:
- σκέφτομαι ,
- φημίζω ,
- θεωρώ ότι ,
- κοιτάζω ,
- εκτίμηση ,
- παίρνω για να είμαι
Examples of using
Because of his achievements, he is held in high esteem.
Λόγω των επιτευγμάτων του, κρατείται σε υψηλή εκτίμηση.