Translation meaning & definition of the word "estate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταναλώνουν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Estate
[Κτήμα]/ɪstet/
noun
1. Everything you own
- All of your assets (whether real property or personal property) and liabilities
- synonym:
- estate
1. Όλα όσα έχεις
- Όλα τα περιουσιακά σας στοιχεία (είτε πραγματική ιδιοκτησία είτε προσωπική ιδιοκτησία) και υποχρεώσεις
- συνώνυμο:
- κτήμα
2. Extensive landed property (especially in the country) retained by the owner for his own use
- "The family owned a large estate on long island"
- synonym:
- estate ,
- land ,
- landed estate ,
- acres ,
- demesne
2. Εκτεταμένη εκφορτωμένη ιδιοκτησία (ειδικά στη χώρα) που διατηρείται από τον ιδιοκτήτη για δική του χρήση
- "Η οικογένεια είχε ένα μεγάλο κτήμα στο λονγκ άιλαντ"
- συνώνυμο:
- κτήμα ,
- γη ,
- προσγειωμένη περιουσία ,
- στρέμματα ,
- ντέμεν
3. A major social class or order of persons regarded collectively as part of the body politic of the country (especially in the united kingdom) and formerly possessing distinct political rights
- synonym:
- estate of the realm ,
- estate ,
- the three estates
3. Μια μεγάλη κοινωνική τάξη ή τάξη προσώπων που θεωρούνται συλλογικά ως μέρος του σώματος πολιτική της χώρας (, ειδικά στο ηνωμένο βασίλειο) και πρώη
- συνώνυμο:
- κτήμα του βασιλείου ,
- κτήμα ,
- τα τρία κτήματα
Examples of using
They've put the value of the estate at three hundred thousand dollars.
Έχουν βάλει την αξία του κτήματος σε τριακόσιες χιλιάδες δολάρια.
I inherited his estate.
Κληρονόμησα την περιουσία του.
She's a real estate agent.
Είναι κτηματομεσίτης.