Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "essential" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απαραίτητο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Essential

[Βασικόσ]
/ɛsɛnʃəl/

noun

1. Anything indispensable

  • "Food and shelter are necessities of life"
  • "The essentials of the good life"
  • "Allow farmers to buy their requirements under favorable conditions"
  • "A place where the requisites of water fuel and fodder can be obtained"
    synonym:
  • necessity
  • ,
  • essential
  • ,
  • requirement
  • ,
  • requisite
  • ,
  • necessary

1. Οτιδήποτε απαραίτητο

  • "Η τροφή και η στέγη είναι απαραίτητες ανάγκες της ζωής"
  • "Τα βασικά της καλής ζωής"
  • "Επιτρέπουν στους αγρότες να αγοράζουν τις απαιτήσεις τους υπό ευνοϊκές συνθήκες"
  • "Ένας τόπος όπου μπορούν να ληφθούν οι απαιτήσεις των καυσίμων νερού και ζωοτροφών"
    συνώνυμο:
  • ανάγκη
  • ,
  • απαραίτητοσ
  • ,
  • απαίτηση
  • ,
  • απαιτούμενο
  • ,
  • απαραίτητος

adjective

1. Absolutely necessary

  • Vitally necessary
  • "Essential tools and materials"
  • "Funds essential to the completion of the project"
  • "An indispensable worker"
    synonym:
  • essential
  • ,
  • indispensable

1. Απολύτως απαραίτητο

  • Ζωτικά απαραίτητο
  • "Απαραίτητα εργαλεία και υλικά"
  • "Χρηματοδοτικά ποσά απαραίτητα για την ολοκλήρωση του έργου"
  • "Απαραίτητος εργαζόμενος"
    συνώνυμο:
  • απαραίτητοσ
  • ,
  • απαραίτητος

2. Basic and fundamental

  • "The essential feature"
    synonym:
  • essential

2. Βασικό και θεμελιώδες

  • "Το βασικό χαρακτηριστικό"
    συνώνυμο:
  • απαραίτητοσ

3. Of the greatest importance

  • "The all-important subject of disarmament"
  • "Crucial information"
  • "In chess cool nerves are of the essence"
    synonym:
  • all-important(a)
  • ,
  • all important(p)
  • ,
  • crucial
  • ,
  • essential
  • ,
  • of the essence(p)

3. Της μεγαλύτερης σημασίας

  • "Το σημαντικό θέμα του αφοπλισμού"
  • "Επιφυλακτικές πληροφορίες"
  • "Στο σκάκι τα δροσερά νεύρα είναι της ουσίας"
    συνώνυμο:
  • όλα-σημαντικά(
  • ,
  • όλα σημαντικά()
  • ,
  • ζωτικής σημασίας
  • ,
  • απαραίτητοσ
  • ,
  • από την ουσία()<TAG1>

4. Being or relating to or containing the essence of a plant etc

  • "Essential oil"
    synonym:
  • essential

4. Όντας ή σχετίζονται ή περιέχουν την ουσία ενός φυτού κ.λπ

  • "Απαραίτητο πετρέλαιο"
    συνώνυμο:
  • απαραίτητοσ

5. Defining rights and duties as opposed to giving the rules by which rights and duties are established

  • "Substantive law"
    synonym:
  • substantive
  • ,
  • essential

5. Καθορισμός δικαιωμάτων και καθηκόντων σε αντίθεση με την παροχή των κανόνων με τους οποίους θεσπίζονται δικαιώματα και καθήκοντα

  • "Ουσιαστικός νόμος"
    συνώνυμο:
  • ουσιαστικός
  • ,
  • απαραίτητοσ

Examples of using

Problem-solving and decision-making skills are essential in a managerial position.
Η επίλυση προβλημάτων και οι δεξιότητες λήψης αποφάσεων είναι απαραίτητες σε μια διοικητική θέση.
Healthy food is essential for a healthy body and a healthy mind, and as a result, promotes maximum efficiency.
Η υγιεινή διατροφή είναι απαραίτητη για ένα υγιές σώμα και ένα υγιές μυαλό, και ως εκ τούτου, προάγει τη μέγιστη αποδοτικότητα.
Good communication with students is essential for effective teaching.
Η καλή επικοινωνία με τους μαθητές είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική διδασκαλία.