Translation meaning & definition of the word "essence" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "όνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Essence
[Ουσία]/ɛsəns/
noun
1. The choicest or most essential or most vital part of some idea or experience
- "The gist of the prosecutor's argument"
- "The heart and soul of the republican party"
- "The nub of the story"
- synonym:
- kernel ,
- substance ,
- core ,
- center ,
- centre ,
- essence ,
- gist ,
- heart ,
- heart and soul ,
- inwardness ,
- marrow ,
- meat ,
- nub ,
- pith ,
- sum ,
- nitty-gritty
1. Το πιο επιλεκτικό ή το πιο ουσιαστικό ή πιο ζωτικό μέρος κάποιας ιδέας ή εμπειρίας
- "Η ουσία του επιχειρήματος του εισαγγελέα"
- "Η καρδιά και η ψυχή του ρεπουμπλικανικού κόμματος"
- "Η καρδιά της ιστορίας"
- συνώνυμο:
- πυρήνας ,
- ουσία ,
- κέντρο ,
- αναβολή ,
- καρδιά ,
- καρδιά και ψυχή ,
- εσωτερικότητα ,
- μυελός ,
- κρέας ,
- νουμπ ,
- πιθ ,
- ποσό ,
- νιττ-κριτό
2. Any substance possessing to a high degree the predominant properties of a plant or drug or other natural product from which it is extracted
- synonym:
- essence
2. Οποιαδήποτε ουσία που διαθέτει σε μεγάλο βαθμό τις κυρίαρχες ιδιότητες ενός φυτού ή φαρμάκου ή άλλου φυσικού προϊόντος από το οποίο εξάγεται
- συνώνυμο:
- ουσία
3. The central meaning or theme of a speech or literary work
- synonym:
- effect ,
- essence ,
- burden ,
- core ,
- gist
3. Η κεντρική έννοια ή το θέμα μιας ομιλίας ή λογοτεχνικού έργου
- συνώνυμο:
- επίδραση ,
- ουσία ,
- επιβάρυνση ,
- πυρήνας ,
- αναβολή
4. A toiletry that emits and diffuses a fragrant odor
- synonym:
- perfume ,
- essence
4. Ένα τουαλέτα που εκπέμπει και διαχέει μια αρωματική οσμή
- συνώνυμο:
- άρωμα ,
- ουσία
Examples of using
That is the essence of the matter.
Αυτή είναι η ουσία του θέματος.
That is the essence of the matter.
Αυτή είναι η ουσία του θέματος.
Individual liberty is the essence of democracy.
Η ατομική ελευθερία είναι η ουσία της δημοκρατίας.