Translation meaning & definition of the word "espouse" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "σπάτι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Espouse
[Εσπερίδα]/ɪspaʊz/
verb
1. Choose and follow
- As of theories, ideas, policies, strategies or plans
- "She followed the feminist movement"
- "The candidate espouses republican ideals"
- synonym:
- adopt ,
- follow ,
- espouse
1. Επιλέξτε και ακολουθήστε
- Ως προς τις θεωρίες, τις ιδέες, τις πολιτικές, τις στρατηγικές ή τα σχέδια
- "Ακολούθησε το φεμινιστικό κίνημα"
- "Ο υποψήφιος ασπάζεται τα ρεπουμπλικανικά ιδανικά"
- συνώνυμο:
- υιοθετώ ,
- ακολουθεί ,
- εστιάζω
2. Take in marriage
- synonym:
- marry ,
- get married ,
- wed ,
- conjoin ,
- hook up with ,
- get hitched with ,
- espouse
2. Παίρνω το γάμο
- συνώνυμο:
- παντρεύω ,
- παντρεύομαι ,
- παρατηρώ ,
- συνδέω ,
- παίρνω το παιδί μου ,
- εστιάζω
3. Take up the cause, ideology, practice, method, of someone and use it as one's own
- "She embraced catholicism"
- "They adopted the jewish faith"
- synonym:
- espouse ,
- embrace ,
- adopt ,
- sweep up
3. Αναλάβετε την αιτία, την ιδεολογία, την πρακτική, τη μέθοδο κάποιου και χρησιμοποιήστε την ως δική του
- "Αγκάλιασε τον καθολικισμό"
- "Υιοθέτησαν την εβραϊκή πίστη"
- συνώνυμο:
- εστιάζω ,
- αγκαλιάζω ,
- υιοθετώ ,
- σαρώνω